- ἐπεξεργάζεται
- ἐπεξεργάζομαιeffect besidespres ind mp 3rd sgἐπεξεργάζομαιeffect besidespres ind mp 3rd sg (attic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εγκέφαλος — Το ανώτερο και πιο ανεπτυγμένο τμήμα του νευρικού συστήματος, που βρίσκεται στην κοιλότητα του κρανίου. Η μακροσκοπική εικόνα του ε. είναι μαλακή μάζα γκριζωπού και λευκού ιστού με έντονα πτυχωμένη επιφάνεια. Για περιγραφικούς λόγους, ο ε. συχνά… … Dictionary of Greek
Κέλτες — Λαός της κεντρικής Ευρώπης, ο οποίος, από τη 2η χιλιετία π.Χ., άρχισε να μεταναστεύει σε διάφορες περιοχές της Ευρώπης. Οι Κ., έπειτα από αλλεπάλληλες μεταναστεύσεις, έφτασαν στην Ιβηρική χερσόνησο, στα Βρετανικά νησιά και στην Ιταλία (κατάληψη… … Dictionary of Greek
ήπαρ — Με την ονομασία αυτή αναφέρεται συνήθως στα ιατρικά συγγράμματα το συκώτι, όργανο που βρίσκεται στον δεξιό υποδιαφραγματικό χώρο μεταξύ του διαφράγματος και του εγκάρσιου κόλου· εντοπίζεται στο ανώτερο τμήμα του επιγαστρίου, μπροστά στο πάνω… … Dictionary of Greek
αγριοπηγός — ο (Μ) αυτός που επεξεργάζεται άγρια ξύλα, κυρίως ο αμαξουργός. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγριο + πηγός < πήγνυμι] … Dictionary of Greek
βασιλικάτα — (Basilicata). Διοικητικό διαμέρισμα (9.992 τ. χλμ., 607.853 κάτ. το 1999) της Ν Ιταλίας, μεταξύ της Απουλίας, της Καμπανίας και της Καλαβρίας. Βρέχεται δυτικά από την Τυρρηνική Θάλασσα και ανατολικά από το Ιόνιο. Το αρχαίο της όνομα ήταν Λουκανία … Dictionary of Greek
δακτυλιογλύφος — ο (AM δακτυλιογλύφος) ο χαράκτης πολύτιμων λίθων, ο τεχνίτης που επεξεργάζεται πολύτιμους λίθους. [ΕΤΥΜΟΛ. < δακτύλιος + γλυφος < γλύφω] … Dictionary of Greek
ευέργαστος — εὐέργαστος, ον (Α) 1. αυτός τον οποίο εύκολα επεξεργάζεται κάποιος, ο εύπλαστος («εὐέργαστος πᾱσα γῆ») 2. (για ανθρώπους) ευάγωγος, εύπλαστος («εὐέργαστοι πρὸς ἀγαθωσύνην»). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + *εργαστός (< εργάζομαι), πρβλ. α κατ έργαστος, αν… … Dictionary of Greek
ευκολοδούλευτος — η, ο αυτός που δουλεύεται εύκολα, που τόν επεξεργάζεται κανείς εύκολα … Dictionary of Greek
καβάτωρ — (AM, Μ και καβάτορας, ὁ) μσν. αυτός που επεξεργάζεται πολύτιμους λίθους, χαράκτης, τορνευτής αρχ. επιγρ. άγνωστης σημασίας («ὁ κύριος Ἀπόλλω καβάτωρ»). [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. cavator] … Dictionary of Greek
καμινιά — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 730 μ., 93 κάτ.) στην πρώην επαρχία Δωδώνης του νομού Ιωαννίνων. Βρίσκεται στο κέντρο του νομού, 53 χλμ. Β της πόλης των Ιωαννίνων. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ανατολικού Ζαγορίου. Μετά το 1991 ονομάστηκε Ανθρακίτης. * * … Dictionary of Greek